събота, 9 ноември 2013 г.

Για τον Andre Green (12.03.1927 – 22. 01.2012)

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Ψυχογραφήματα" http://psychografimata.com/

Σαν σήμερα πριν από 85 χρόνια γεννήθηκε στο Κάιρο ο Αντρέ Γκριν, ένας απ’ τους πιο σημαντικούς σύγχρονους ψυχαναλυτές. Σε ηλικία 19 χρόνων εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και πέθανε λίγες μόλις μέρες πριν κλείσει τα 85 του έτη, στις 22 Ιανουαρίου 2012.
Ο Δρ. Γκριν σπούδασε ιατρική με ειδίκευση στην ψυχιατρική στην Ιατρική Σχολή Παρισίων. Ήταν μεταξύ των σημαντικότερων διανοητών της σύγχρονης ψυχανάλυσης και βρισκόταν σε συνεχή και άμεσο διάλογο με μερικά από τα κυριότερα ονόματα της ψυχαναλυτική σκέψης του 20ου αιώνα όπως Λακάν, Βίνικοττ, Μπιον όπως και με πολλούς άλλους σημαντικούς ψυχαναλυτές ανά το παγκόσμιω.
Το ερευνητικό του έργο έχει συμβάλει σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση των «οριακών» περιπτώσεων. Η ψυχαναλυτική θεωρία οφείλει στον Δρ. Γκριν έννοιες όπως «νεκρή μητέρα», «απο-αντικειμενοποίηση», “thirdness” όπως και σημαντικά έργα για το συναίσθημα, τη γλώσσα, τις δυνάμεις της καταστροφικότηας, το «κακό», το ρόλο του αντικειμένου, τις ενορμήσεις και τη σεξουαλικότητα και την εισαγωγή του «αρνητικού». Επιπλέον, έχει συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση της μητρικής λειτουργίας και της σχέσης μεταξύ του δομικού σχηματισμού του νοητικού δικτύου και της αρνητικής ψευδαίσθησης για τη μητέρα.
Διετέλεσε διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχανάλυσης Παρισίων (1970-1975), αντι-πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (1975-1977) , πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας Παρισίων (1986-1989). Κατείχε πλήθος αξιωμάτων και τίτλων, μεταξύ των οποίων το Freud Memorial Professor στην έδρα του University College London.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων και άρθρων του έχουν γίνει κλασσικά για την ψυχαναλυτική σκέψη. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο βιβλία του: «Η ιδιωτική τρέλα. Ψυχανάλυση των οριακών περιπτώσεων» (εκδ. Καστανιώτη, 2002), «Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στην τραγωδία» (εκδ. Ικαρος, 2004). Επίσης συμμετείχε στο συλλογικό έργο «Η έννοια του αρνητικού στην Ψυχανάλυση» (εκδ. Νήσος).
Με το θάνατό του θεωρείται ότι κλείνει και μια εποχή για τους νεότερους ψυχαναλυτές.
Πηγή:
http://internationalpsychoanalysis.net/2012/01/24/the-societe-psychanalytique-de-paris-announcement-of-the-death-of-andre-green-translated-by-jonathan-house/


Η ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Ψυχογραφήματα" http://psychografimata.com/

Ο ρόλος του λόγου
Το σώμα μας βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση μεταβαλλόμενης ισορροπίας, ενώ το ίδιο φθείρεται μέχρι που οι λειτουργίες του πάψουν. Καθημερινώς επέρχονται αλλαγές, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες λειτουργίες επαναλαμβάνονται. Συνεπώς, οι ανάγκες είναι πάντοτε οι ίδιες, γεγονός το οποίο είναι «θανατηφόρο» για το πνεύμα, το οποίο επιθυμεί. Ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ δύο βασικών δυνάμεων: των ενστίκτων του θανάτου, τα οποία απειλούν όχι μόνο το άτομο, αλλά και το υποκείμενό του και, των ενστίκτων της ζωής, τα οποία διαφυλάττουν την επιβίωση όπως του ατόμου, έτσι και του υποκειμένου του.
Ενώ η ανάγκη είναι κάτι, το οποίο επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα, η επιθυμία είναι πάντοτε κάτι καινούργιο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν πρέπει να ικανοποιούνται όλες τις επιθυμίες του υποκειμένου. Αυτό που πρέπει ο γονιός να κάνει, είναι να στηρίζει λεκτικά το υποκείμενο, όταν εκφράζει τις επιθυμίες του, χωρίς να το μεταπείθει ή κρίνει. Η διαπαιδαγώγηση πρέπει να έχει ως στόχο την στήριξη της επιθυμίας του παιδιού για κάτι καινούργιο. Επιθυμία, η οποία ικανοποιείται επανειλημμένως, μετατρέπεται σε ανάγκη, η οποία επιβάλλει την επανάληψη και, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το ένστικτο του θανάτου. Η αληθινή επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως. Εάν ικανοποιηθεί, τότε σημαίνει πως ποτέ δεν ήταν αληθινή.
Για παράδειγμα, τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από καραμέλες. Μέσω αυτού του αντικειμένου, το παιδί ζητά αγάπη και σημασία. Εάν ο γονιός, αντί να του το αγοράσει, αρχίσει να του μιλάει γι΄ αυτό, για το χρώμα, τη γεύση, το μέγεθός του, ακόμη και να του ζητήσει να το ζωγραφίσει, τότε η προσοχή του παιδιού σταδιακά θα αποσπάται από το πραγματικό αντικείμενο και θα μετατίθεται στη σφαίρα της δημιουργικής φαντασίας. Αν το παιδί επιμένει, τότε ο γονιός θα μπορούσε να του πει: «λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου το αγοράσω, παρ’ όλα αυτά εσύ έχεις το κάθε δικαίωμα να το επιθυμείς». Το παιδί έχει ανάγκη να νοιώσει, πως ο γονιός κατανοεί τις επιθυμίες του, παρόλο που δεν μπορεί να του τις ικανοποιήσει όλες. Να ζούμε σημαίνει να υποδεικνύουμε με λέξεις αυτά που επιθυμούμε.
Μ΄ αυτόν τον τρόπο ο γονιός βοηθά το παιδί του να γίνει αυτόνομο και να φροντίζει μονάχο του τον εαυτό του. Η αυτομέριμνα ξεκινά από πολύ νωρίς, πριν ακόμη αυτό μάθει να περπατά. Ξεκινά με την επεξεργασία ξένων σωμάτων μέσω του στόματος, είτε διότι έχει ζωτική ανάγκη από αυτά, είτε διότι θέλει να τα εξερευνήσει. Αυτό έχει να κάνει όπως με την ανάγκη, έτσι και με την επιθυμία.
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να καθορίζει τον ρυθμό των αναγκών του παιδιού του, αλλά να βρίσκεται στη διάθεσή τους, ανάλογα με τον δικό του προσωπικό ρυθμό. Για παράδειγμα, του προσφέρει φαγητό, όταν αυτό εκδηλώσει την ανάγκη για φαγητό. Θα ήταν διαστροφικό, αν κάποιος γονιός ανάγκαζε το παιδί του να φάει, όταν αυτός αποφασίσει, χωρίς να τον νοιάζει αν το ίδιο πεινά ή όχι. Ακόμη χειρότερα θα ήταν, αν ο γονιός στην προσπάθειά του να ταΐσει το παιδί του, το απειλούσε πως θα δεν θα το αγαπά πια, ή θα το τιμωρήσει. Ο λόγος που κάποιο παιδί αρνείται να φάει, ακόμη και όταν πεινά, είναι ακριβώς αυτή η επίμονη προσπάθεια των γονιών να το ταΐσουν, όποτε και όσο αυτοί θελήσουν. Το παιδί, παρ’ όλα αυτά, έχει απόλυτα δίκιο, διότι «ξέρει», πως δεν είναι δικός του ο ρόλος να ικανοποιεί τις επιθυμίες των γονιών του. Οι γονείς πρέπει να ικανοποιούν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες μεταξύ τους και, όχι δια μέσου των παιδιών τους.
Όταν τα λόγια του γονιού ακολουθούν την πορεία της επιθυμίας του παιδιού – επιθυμία η οποία είναι σημαδεμένη από την απαγόρευση και, η οποία βοηθά το παιδί να ωριμάσει – το παιδί αισθάνεται την κατανόηση του γονιού του. Οι απαγορεύσεις δίνουν αξία στην επιθυμία του παιδιού, επιθυμία η οποία φτάνει πιο μακριά από μια στιγμιαία ικανοποίηση.
Εκφράζοντας την επιθυμία του, το παιδί δίνει τη δυνατότητα στους γονείς του να επικοινωνήσουν μαζί του, μέσω του λόγου, να του αποκαλύψουν τον κόσμο, κόσμο των ιδεών, της γλώσσας, των λέξεων, κόσμο των υποσχέσεων για κάποια μελλοντική ικανοποίηση. Η στιγμιαία ικανοποίηση θέτει την επιθυμία στο επίπεδο της ανάγκης, κάτι το οποίο εμποδίζει το παιδί να διεισδύσει μέσα στον πολιτισμό, ο οποίος είναι γλώσσα, ιδέα, επινόηση  ενός εκλιπόντος αντικειμένου.

Βιβλιογραφία:
Ντολτό Φρανσουάζ, «Σεμινάριο Ψυχανάλυσης Παιδιών», Τόμος Β, Εκδ. ΕΣΤΙΑ

«Η ντροπή δεν έχει εκλείψει από μέσα μας, η ενοχή βαραίνει όλους μας» Συνέντευξη του ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή Αντρέ Μισέλς

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Ψυχογραφήματα" http://psychografimata.com/

Συνέντευξη στη Ροζαλίνα Ντότσεβα
Μετάφραση: Μιχάλης Σιάτης, Κλινικός και Συμβουλευτικός Ψυχολόγος, MSc

Ρ.Ντ: Τι σημαίνουν τα αισθήματα ενοχής και ντροπής για ένα ψυχαναλυτή;
Α.Μ.: Και οι δύο έννοιες, οι οποίες έχουν μελετηθεί από τον ίδιο Φρόυντ, είναι πολύ σημαντικές για μας και παίζουν σημαντικό ρόλο στην μοντέρνα υποκειμενικότητά μας. Η ενοχή είναι όρος, τον οποίο μπορούμε να συνδέσουμε με την φωνή της ευσυνειδησίας, της συνείδησης. Είναι μια φωνή, που μας μιλά, απευθύνεται σε μας, η οποία μας υπενθυμίζει ή ενοχοποιεί, και η οποία καθόλου σπάνια είναι πολύ αυστηρή και απαιτητική. Απ’ την άλλη, οργανώνεται γύρω από το βλέμμα και πιο συγκεκριμένα – το βλέμμα του άλλου. Ντρεπόμαστε όταν είμαστε υπό το βλέμμα του άλλου. Για να διαχωρίσω την ενοχή από την ντροπή, θα τις συνδέσω αντίστοιχα με τους εισαγμένους από τον Φρόυντ όρους Υπερ-εγώ (το κομμάτι του εγώ μας, το οποίο μετατρέπεται σε κριτή του, σημ. της Ρ.Ντ.) και Ιδεώδες του εγώ (επίσης εσωτερική, ψυχική διάσταση – ένα μοντέλλο, με το οποίο προσπαθούμε να εναρμονιζόμαστε και το οποίο προσπαθούμε να ακολουθάμε, σημ. Ρ. Ντ.) . Τότε μπορούμε να πούμε, πως το αίσθημα της ενοχής είναι προϊόν του Υπερ-εγώ, ενώ η ντροπή είναι καρπός του ιδεώδες, της συγκρότησης του ιδεώδες. Εγώ πιστεύω, πως δεν υπάρχει ανθρώπινο ον χωρίς ιδεώδες. Ακόμη και ο πιο μεγάλος εγκληματίας συνήθως ωθείται από κάποιο ιδεώδες. Οι πολιτικοί δικτάτορες λειτουργούν βάσει κάποιου ιδεώδους, ή ο κόσμος τούς αντιλαμβάνεται σαν τέτοιο. Κάποιο φανατικό ιδεώδες ωθεί και υποκινεί τους ανθρώπους. Γι’ αυτό το λόγο, η μελέτη της προέλευσης, εξέλιξης και λειτουργίας του ιδεώδους, βρίσκεται μέσα στην καρδιά της επικαιρότητας. Την ίδια στιγμή, ακριβώς γύρω από την φωνή της συνείδησης, έχουν συγκροτηθεί ο θρησκευτικός διαλογισμός, η φιλοσοφική και πολιτική σκέψη.
Ρ.Ντ: Μου θυμίσατε την φράση του Αλμπέρ Καμύ «όταν όλοι μας γίνουμε ένοχοι, τότε θα έχουμε δημοκρατία».
Α.Μ.: Ενδιαφέρουσα φράση, διότι συχνά νομίζουμε πως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν υποφέρουν από το αίσθημα της ενοχής και ζουν λες και δεν το γνωρίζουν. Ωστόσο, θεωρώ πως ο Καμύ σ’αυτό το σημείο, έδειξε λίγο περισσότερη αισιοδοξία. Διότι, αν είχε την δική μας ψυχαναλυτική εμπειρία, θα αντιλαμβανόταν πως όλοι υποφέρουν από ενοχές. Ακόμη κι εκείνοι, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως δεν την βιώνουν – αλκοολικοί, διαστροφικοί και εγκληματίες. Καθόλου σπάνια μάλιστα, η ενοχή που βιώνουν τέτοιου είδους άνθρωποι, είναι πιο έντονη από εκείνη του συνηθισμένου νευρωσικού, του συνηθισμένου ανθρώπου. Ωστόσο, οι νευρωσικοί δεν βρίσκουν τρόπο να την προσεγγίσουν, να την διαχειριστούν. Κατά την παραδοσιακή άποψη για την νεύρωση, έτσι όπως ο Φρόυντ την επεξεργάστηκε, ο πυρήνας της νεύρωσης είναι η ενοχή. Η ενοχή πως έχεις πράξει λανθασμένα, πως αντέδρασες άσχημα ή έχεις παραβεί (ακόμη και μόνο με την σκέψη) κάποια απαγόρευση. Η ενοχή, όμως, μας βαραίνει όλους μας, κανείς δεν μπορεί να της διαφύγει, το θέμα είναι μέσα από ποιό πρίσμα να την προσεγγίσουμε, πως να την αντιμετωπίσουμε. Ναι, συχνά ακούμε να λένε για κάποιον, πως ζει χωρίς ντροπή και ενοχές – για παράδειγμα για τους εγκληματίες πολέμου, για τους ναζί. Οι άνθρωποι εκπλήσονται, πώς εκείνοι, οι οποίοι ξέφυγαν της τιμωρίας και του διωγμού, καταφέρνουν να ζουν φυσιολογικά και μάλιστα να διατείνονται, πως συνεχίζουν να συμμερίζονται τις ίδιες ναζιστικές ιδεολογίες. Αυτό υπάρχει και μάλιστα συμβαίνει σχετικά συχνά. Εκείνο όμως που διαπιστώνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πως συχνά κάτι μεταφέρεται στα παιδιά, πως η γενιά, η οποία ακολουθεί, πέφτει σε δύσκολη κατάσταση, ακόμη περισσότερο αφού οι γονείς δεν τους μίλησαν για τα εγκλήματα, στα οποία είχαν εμπλακεί. Στις δυτικές κοινωνίες, βλέπουμε παιδιά, των οποίων οι γονείς έχουν αναμειχθεί σε εγκλήματα πολέμου, να αναγκάζονται στην πορεία να ενδιαφερθούν για θέματα που έχουν να κάνουν με την ενοχή και την ντροπή. Το γεγονός αυτό έρχεται να αποδείξει, πως η ενοχή είναι συναίσθημα, συναίσθημα, το οποίο μεταδίδεται, το οποίο είναι κληρονομικό. Και επίσης, υπάρχει κληρονομιά της ενοχής. Όταν μιλάμε για ενοχή, είναι σημαντικό να αναφέρουμε, πως σε μεγάλο βαθμό είναι ασυνείδητη. Δηλαδή, ένα μέρος της οι άνθρωποι το διακρίνουν, αλλά μένει ένα μεγάλο μέρος της, για το οποίο δεν έχουν επίγνωση. Κι εμείς, οι ψυχαναλυτές, παρατηρούμε μεταξύ των ασθενών μας, σε ποιό βαθμό οι πράξεις μιας μεγάλης μερίδας εξ αυτών είναι προκαθορισμένες ακριβώς από το αίσθημα της ενοχής. Και συχνά οι άνθρωποι αντιδρούν και κάνουν πράγματα, τα οποία δεν είναι καλά, τα οποία είναι καταδικαστέα, από ενοχικότητα και ακόμη – για να μπορέσουν να τιμωρηθούν.
Ρ.Ντ.: Όπως ο Φρόϊντ είπε – να γίνεις εγκληματίας λόγω αισθήματος ενοχής;
Α.Μ.: Ναι, στην πραγματικότητα αυτό είναι πιο ριζοσπαστικό, πιο ακραίο παράδειγμα – να γίνεις εγκληματίας «λόγω αισθήματος ενοχης». Αλλά, υπό μία πιο ελαφριά μορφή, το συναντάμε σε πολλούς ανθρώπους. Για παράδειγμα, σε περίπτωση απιστίας, ο σύντροφος, ο οποίος την διέπραξε, συνειδητά ή ασυνείδητα (αλλά πιο συχνά το δεύτερο) , «κανονίζει», «ρυθμίζει» με τέτοιο τρόπο τα πράγματα, έστι ώστε ο άλλος να το μάθει, να το καταλάβει. Για να ανακουφιστεί από το βάρος της ενοχής του. Κι όταν ακόμη ισχυρίζεται «Δεν αίσθάνομαι ένοχος», δεν είναι πολύ σίγουρο, μπορεί να το λέει για να καθησυχαστεί. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι όπως αναφέρατε εσείς, λόγω αισθήματος ενοχής, θα διαπράξουν πολύ πιο βαρετές ενέργειες – για να τιμωρηθούν και να «σβήσουν» αυτό το αίσθημα.
Ρ.Ντ.: Με λίγα λόγια – η ενοχή είναι ένα βάρος, το οποίο θα φέρουμε στις πλάτες μας όλη μας τη ζωή;
Α.Μ.: Κατά κάποια έννοια – ναι. Η Φροϋδική αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι, πως υπάρχει μία τραγικότητα στον άνθρωπο, ακόμη κι αν η μοντερνικότητά μας δεν θέλει ούτε να ξέρει γι’ αυτήν… Οι άνθρωποι φαντάζονται, πως μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτή την έννοια της τραγικότητας, ωστόσο εγώ είμαι όλο και πιο λίγο σίγουρος σ’ αυτό. Και η έκφραση αυτής της εν λόγω τραγικότητας, την οποία ο Φρόυντ ανακαλύπτει στο νευρωσικό ανθρώπινο όν (νευρωσικό, δηλαδή φυσιολογικό για την ψυχανάλυση) είναι, πως ο κάθε ένας με τον δικό του τρόπο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα συμπλέγματά του. Ο κάθε ένας επεξεργάζεται την νέυρωσή του, την δική του εκδοχή αυτού του τραγικού συμπλέγματος, η έκφραση του οποίου μεταξύ των άλλων πιθανών είναι και το αίσθημα ενοχής. Και μπορύμε να πούμε, πως η ενοχή δημιουργεί σχέσεις, «υφαίνει» σχέσεις – μεταξύ των μελών μίας οικογένειας, όπως επίσης και μεταξύ των γενεών. Δεν υπάρχει κάτι πιο κλασσικό, από το να αισθάνεσαι ένοχος έναντι των γονιών σου. Όπως επίσης και οι γονείς να μην μπορούν να ξεφύγουν του αισθήματος της ενοχής έναντι των παιδιών τους. Σήμερα μάλιστα έχουμε την εντύπωση, πως οι γονείς βιώνουν περισσότερη ενοχή έναντι των παιδιών τους. Αυτό το γεγονός πιθανώς να χαρακτηρίζει την εποχή μας. Διότι, υπήρχαν εποχές, όπου οι γονείς ήταν πολύ πιο σίγουροι για τα δικαιώματά τους ως γονείς… Ενώ σήμερα αμφιβάλλουν – Κάνω όλα τα αναγκαία για τα παιδιά μου, τους δίνω όλες τις ευκαιρίες; Και συναντάμε γονείς, οι οποίοι αυτοενοχοποιούνται, οι οποίοι σχεδόν θυσιάζονται, οι οποίοι μετατρέπονται σε υπηρέτες των παιδιών τους, μόνο και μόνο εκείνα να ευημερήσουν. Εδώ υπάρχει μία σχέση, η οποία λειτουργεί, η οποία είναι σημαντική και εποικοδομητική για το ανθρώπινο, η οποία μας ξεχωρίζει από τον ζωικό κόσμο. Αυτή η σχέση είναι ένας πολύ δυνατός σύνδεσμος, τον οποίο διαπιστώνουμε ακριβώς όταν δεν υφίσταται ή όταν συναντά εμπόδια.
Ρ.ΝΤ.: Θα στρέψω την προσοχή σας στο θέμα του σώματος. Σήμερα το σώμα έχει διττή φύση – και φετιχοποιημένο και κακοποιημένο – με όλες αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις, στις οποίες το υποβάλλουμε…
Α.Μ.: Όταν μιλάμε για το σώμα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας – την εικόνα του σώματος, την αναπαράστασή του. Και μπορούμε να πούμε, πως η κοινωνία μας παράγει ιδανικά, βάσει των οποίων το σώμα παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Στις μέρες μας αυτό συμβαίνει με πολύ κραυγαλέο τρόπο – ακόμη και τα παιδιά στην πρώιμη ηλικία τους έρχονται αντιμέτωπα με την αντίληψη για το σώμα-ιδανικό. Εμείς, οι οποίοι δουλεύουμε ψυχαναλυτικά με γυναίκες, βλέπουμε σε τι βαθμό εκείνες είναι υπερ-απασχολημένες με την εικόνα του σώματος. Μάλιστα, μία ολόκληρη βιομηχανία δουλεύει γύρυ απ’ αυτό το θέμα – η μόδα, η αισθητική χειρουργική, η οποία ήρθε από τις ΗΠΑ και κυριολεκτικά έπνιξε την Ευρώπη. Στην Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στην Βραζιλία, η αισθητική ιατρική είναι πολύ ανεπτυγμένη. Εν συντομία – γίνεται λόγος για ένα φαινόμενο, το οποίο διασχίζει ολόκληρο τον κόσμο. Το ερώτημα το οποίο τίθεται πίσω απ’ όλα αυτα είναι εκείνο για το ιδεώδες – πώς λειτουργεί ένα ιδεώδες; Εκείνο που χαρακτηρίζει τον περασμένο αιώνα, είναι η κατάρρευση ενός αριθμού παραδοσιακών, κλασσικών ιδεωδών. Η κατάρρευσή τους ήταν τόσο φανερή, σε βαθμό που τώρα βρισκόμαστε σε έλλειψη, σε έλλειμα ιδανικών. Σκέφτομαι για τα απολυταρχικά καθεστώτα του 20ουύ αιώνα, τα οποία υπόγραψαν την αποτυχία ενός αριθμού ιδανικών – ηθικών, φιλοσοφικών κ.ο.κ. Να μιλάμε σήμερα για πατριωτικά ιδεώδη είναι ντεμοντέ, μας κάνει να γελάμε. Ναι, ναι – ευτυχώς, τώρα μας κάνει να γελάμε μαζί. Διότι υπήρχαν εποχές, που οι άνθρωποι σκοτώνονταν χάριν αυτού του ιδανικού. Κι έπειτα , υπήρξαν και άλλα ιδανικά: το ιδανικό του κομμουνισμού, για παράδειγμα, το οποίο επίσης κατέρρευσε με αξιοθρήνητο τρόπο. Στην τελική, δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από αυτά τα ιδανικά…. Και έχουμε την αίσθηση, πως το ανθρώπινο ον σήμερα επιστρέφει με συγκεκριμένο τρόπο στο σημείο μηδέν, επιστρέφει προς και μέσα στον εαυτό του, και πως το ίδιο το ιδεώδες ψάχνει το σημείο καθήλωσής του ακριβώς στο επίπεδο του σώματος, στο επίπεδο της εικόνας του σώματος, η οποία παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στις μέρες μας… Για να στραφούμε σ’ ένα πιο ψυχαναλυτικό αστερισμό, ας κοιτάξουμε το μηχανισμό, ο οποίος μπαίνει σε λειτουργία από την πρώιμη παιδική ηλικία. Η ψυχανάλυση δέχεται την ύπαρξη ενός είδους πρωτογενούς ναρκισσισμού στο παιδί και συνήθως εμείς οι ενήλικες μιλάμε γι’ αυτό με όρους, οι οποίοι παραπέμπουν σε συνειρμούς όπως «εξοχότης», «υψηλότης», λέμε πως το παιδί είναι “His Majesty The Baby”. Αυτός ο ναρκισσισμός είναι απολύτως απαραίτητος για το παιδί – γύρω απ’ αυτόν το παιδί δομείται, παίρνει τη θεμελιώδη αυτοπεποίθηση και βλέπουμε σε ποιο βαθμό είναι δραματικό, όταν το παιδί δεν την κατέχει. Ωστόσο, από μικρή ηλικία, το παιδί είναι αναγκασμένο να εγκαταλείψει την εν λόγω θέση, διότι όταν στραφεί προς τον έξωτερικό κόσμο, συνειδητοποιεί πως δεν είναι παντοδύναμο, όπως θεωρείτο κατά τη διάρκεια του πρωτογενούς ναρκισσισμού του. Και η πιο δύσκολη επιχείρηση, η οποία στέκεται μπροστά σε κάθε παιδί με την έλευσή του στο σχολείο, είναι να βρει υποκατάστατα του πρωταρχικού του ναρκισσισμού σε προοδευτικά επεξεργασμένα ιδεώδη. Και παρατηρούμε δυσκολίες, συνδεόμενες με τη διαδικασία της μάθησης σε παιδιά, τα οποία δεν το αποδέχονται. Έρχονται στο σχολείο σε ηλικία 6 -7 χρονών και απαιτείται απ’ αυτά να διαβάζουν. Να διαβάζουν όμως, σημαίνει να μην ξέρουν. Για κάποια παιδιά αυτό είναι αδιανόητο, είναι απόλυτα απαράδεκτο να μην ξέρουν ήδη κάτι. Αφού το να μην ξέρουν, για εκείνα σημαίνει να είναι αδύναμα, ανίσχυρα, ασήμαντα από εδώ και στο εξής. Και γι’ αυτά τα παιδιά αυτό είναι δύσκολο. Με αυτά τα λόγια ήθελα να σας απεικονίσω σε τι βαθμό αυτός ο μηχανισμός είναι θεμελιώδης, σε τι βαθμό τα πάντα ξεκινούν από πολύ νωρίς στη ζωή – το πρωταρχικό ιδεώδες, το οποίο είναι συγκεντρωμένο γύρω από την εικόνα του σώματος, δηλαδή το ναρκισσισμό, πρέπει να βρει κάποιο υποκατάστατο, έτσι ώστε το παιδί να δεχτεί την απώλεια της τελειότητας, και να μπορέσει να επεξεργαστεί ένα υποφερτό ιδανικό, με το οποίο να μπορεί να ζει.Εντούτοις, υπάρχουν πολλοί ενήλικες, οι οποίοι ασχολούνται με την αναζήτηση της τελειότητας. Αυτή η αναζήτηση της τελειότητας, όμως, απαιτεί πρώτα απ’ όλα ενέργεια, και κατά κάποιο τρόπο, πάνω στα όριά της, μπορεί να ωθίσει προς το θάνατο. Αφού, μόνο ο θάνατος είναι τέλειος, απόλυτος. Ενώ, αν σταθείς από την πλευρά των ζωντανών, είσαι υποχρεωμένος ν’ αναγνωρίσεις πως δεν είσαι ο ομορφότερος ή η ομορφότερη, ούτε η πιο έξυπνη ή ο πιο πλούσιος κ.ο.κ., επομένως έρχεσαι αντιμέτωπος με τις ίδιες σου τις αδυναμίες. Γι’ αυτό θεωρώ πως η έννοια του ιδεώδους μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε έναν αριθμό ιδανικών, οι οποίοι λειτουργούν μέσα στην κοινωνία μας και οι οποίοι καθορίζουν επίσης τη στάση μας προς το σώμα.
Ρ.ΝΤ.: Πιθανώς και η φεμινοποίηση του ανδρικού σώματος. Θα μπορούσε αυτό να είναι απλά μία «απάντηση» σ’ έναν παλαιότερο μανιώδη φεμινισμό;
Α.Μ.: Μια τέτοια υπόθεση είναι πιθανή. Στην πραγματικότητα, υπάρχει κάτι το θεμελιώδες στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι αλήθεια πως εκείνος ο φεμινισμός, ο οποίος αντικατόπτριζε το πνεύμα μιας άλλης εποχής, σήμερα πιθανώς να μην λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Αφού μερικά από τα αιτήματα των γυναικών είναι ικανοποιημένα, τουλάχιστον στη δική μας, δυτική κοινωνία – έχουν όλο και πιο μεγάλη πρόσβαση στα ίδια επαγγέλματα με τους άντρες, όπως επίσης και σε διευθυντικές θέσεις. Φυσικά, υπάρχουν πολλά πράγματα ακόμη που μπορούν να γίνουν. Έτσι κι αλλιώς όμως υπάρχει πρόοδος και στο παρόν στάδιο πιο συχνά οι άνδρες είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες. Δεν υπάρχουν πια τα παλιά ιδανικά, τα οποία καθόριζαν τη θέση τους ως γιοι και λόγω αυτού αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να βρουν τη θέση τους. Το παρατηρούμε στις νέες γενιές – σε τι βαθμό τα νεαρά κορίτσια είναι πιο σίγουρα για τον εαυτό τους παρά τα αγόρια. Οι κοπέλες είναι η επικρατούσα πλειοψηφία στα πανεπιστήμια και συνήθως έχουν μεγαλύτερες επιτυχίες. Τα αγόρια μερικές φορές είναι εντελώς μπερδεμένα, δυσκολεύονται να βρουν την θέση τους – στο σώμα τους, στο σχολείο, στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Βλέπουμε πως είναι σε εξέλιξη μία θεμελιώδης αλλαγή, η οποία μεταβάλλει την κοινωνία μας. Αυτή δεν είναι η ίδια κοινωνία. Και οι ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας δεν είναι πια οι ίδιοι, αφού τα ιδανικά μας δεν είναι τα ίδια. Όπως ανέφερα είδη, υποφέρουμε από έλλειψη ιδανικών, το οποίο θα πει, πως βρισκόμαστε σε μια διαδικασία αναζήτησης καινούριων σημείων αναφοράς. Και ακριβώς μέσα στα πλαίσια αυτής της ίδιας της εξέλιξης συμβαίνει η φεμινοποίηση του ανδρικού σώματος. Κάτι για το οποίο στο παρόν στάδιο δεν ξέρουμε τίποτα, είναι δύσκολο να πούμε το οτιδήποτε, παρά μόνο να κάνουμε υποθέσεις. Όπως είπατε κι εσείς – είναι μήπως μία αντίδραση σε μία παλαιότερη μορφή φεμινισμού; Μήπως είναι μία προσπάθεια κάποιων ανδρών ν’ ανακαλύψουν, να επεξεργαστούν κάποιο άλλο ιδεώδες για το ανδρικό σώμα, σώμα συσχετιζόμενο με το γυναικείο; Θα πει, πως οι άνδρες ακολουθούν τις γυναίκες, πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση – να ενδιαφέρονται για προϊόντα ομορφιάς, ν’ αποτριχώνουν τα κορμιά τους κτλ… Μέχρι πρόσφατα αυτή η αντίληψη ήταν η αντίθετη της αρρενωπότητας. Αρρενωπότητα σήμαινε τρίχες, μύες κτλ., ενώ σήμερα δεν είναι όλ’ αυτά ιδανικά, αντιθέτως σήμερα θα μας φαινόταν αστείο. Είναι αλήθεια πως εντοπίζεται παρόμοιο φαινόμενο κι εμείς δεν ξέρουμε αν είναι «περιφερειακό» και απλά συνοδεύει κάποια άλλη τάση προς τα εμπρός, ή είναι αυτό το κάτι, το οποίο θα κρυσταλλοποιήσει το καινούργιο ανδρικό ιδεώδες. Δεν ξέρω τίποτα, ελπίζω όμως τα πράγματα να μην εξελιχθούν μόνο γύρω από το σώμα. Πιστεύω πως σήμερα η εικόνα κατέχει συνθλιπτική λειτουργία. Διότι το πρόβλημά της, είναι πως σηματοδοτείται μέσω του ίδιου της του εαυτού και δεν έχει ανάγκη από λέξεις. Οι λέξεις είναι εξαλειμμένες. Είναι το ίδιο με το να έχουμε πολιτισμό χωρίς λέξεις.

Ρ.Ντ.: Μάλλον σε κάτι τέτοιο μεταλάσσεται, σε ηδονοβλεπτικό πολιτισμό, ο οποίος μεταφράζει και καταναλώνει εικόνες. Διαδίκτυο, reality-shows, κάμερες οι οποίες εισβάλλουν στις πιο οικείες στιγμές…
Α.Μ.: Ναι, αυτή η απεικόνιση πάει όλο και πιο μάκρια, ακόμη και στα πιο οικεία σημεία και μας δίνει την δυνατότητα να επιστρέψουμε πίσω στο θέμα της ντροπής. Η ντροπή δεν έχει εξαφανιστεί από την κοινωνία μας, απλά έχει αλλάξει τον τρόπο εγγραφής της, έχει μετατοπιστεί, διότι εκείνο το οποίο κάποτε ήταν της τάξης του οικείου, σήμερα εμφανίζεται όλο και περισσότερο. Όπως τα reality shows – είναι μια πραγματικότητα, η οποία μέχρι τώρα ήταν κομμάτι της προσωπικής ζωής και δεν εμφανιζόταν. Σήμερα όμως θέλει να εμφανιστεί. Η ντροπή με κάποια έννοια κατέχει πολύ σημαντική λειτουργία, αφού συνθέτει και προστατεύει την προσωπική ζωή. Ακριβώς διότι ντρεπόμαστε, λέμε «φτάνει, μέχρι εδώ!». Μ’ αυτό τον τρόπο τραβάμε γραμμή, την οποία δεν θέλουμε να περάσουν οι άλλοι. Η οποία πρέπει να χαίρει σεβασμού, όταν είμαστε με κάποιον, ακόμη και με το σύντροφό μας, όχι μόνο με κάποιον φίλο ή άγνωστο, αλλά ακόμη και με τον ίδιο μας το σύντροφο, με τον άνθρωπο με τον οποίο βρισκόμαστε πιο κοντά απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο είμαστε υποχρεωμένοι (μάλιστα περισσότερο!) να τηρούμε τα όρια. Όρια τα οποία θέτουμε και πέραν των οποίων προκαλούμε ντροπή στον άλλο. Σήμερα, επικρατεί η αντίληψη πως αυτά τα όρια θα μπορούσαμε να τα υπερπηδήσουμε. Παρ’όλα αυτά, νομίζω πως δεν πρέπει να ανησυχούμε ιδιαίτερα, διότι η κάθε εποχή μετατοπίζει τα όριά της, είναι υπόχρεη να το κάνει. Εν μέρει, η τέχνη πρέπει να λειτουργεί ακριβώς με αυτό τον τρόπο· κάθε φορά να περνά τα όρια, κάθε φορά να είναι «λίγο μέσα στην παράβαση», ειδάλλως θα μετατραπεί σε ακαδημαϊκή, κανονιστική τέχνη. Για να πάμε πίσω στο θέμα του σώματος – ναι, σήμερα παραβιάζονται ορισμένα όρια. Αλλά, εμφανίζονται καινούρια. Ακόμη και να πιστεύουμε πως έχουμε ξεπεράσει όλα τα εμπόδια, πάντοτε εμφανίζονται καινούρια. Όλ’ αυτά, η ντροπή, η σεμνότητα, η ενοχή, συνεχώς επαναπροσδιορίζονται, ξανά και ξανά. Η γαλλική γενιά του Μάη του ‘68 πέρασε κάποια όρια σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, κι αυτό ήταν ένα φαινόμενο. Τα παιδιά τους όμως, δεν ακολουθούν απαραίτητα την ίδια κατεύθυνση, αντιθέτως μάλιστα – σήμερα συναντάμε πολύ σεμνά παιδιά. Κι αυτά τα παιδιά ζουν σ’ ένα κόσμο, όπου η πορνογραφία και τα γυμνά σώματα είναι προσβάσιμα σε κάθε περίπτερο, στην τηλεόραση, στις διαφημίσεις. Και βλέπουμε πως η κάθε γενιά αντιμετωπίζει τα ίδια απολύτως θέματα, αλλά πρέπει να τ’ αναπτύξει και να τους δώσει τις δικές της απαντήσεις.

Ρ.Ντ.: Να ελπίζουμε πως μέσα απ’ αυτόν τον ανταγωνισμό με την εικόνα, ο λόγος θα κρατήσει τη θέση του;

Α.Μ.: Πρέπει να ελπίζουμε, φυσικά. Η εικόνα έχει ιδεοληπτική, καθηλωτική, υποτακτική επίδραση, «καταπίνει» το ανθρώπινο ον, το «απορροφά» μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ενώ στο λόγο υπάρχει η διάσταση του άλλου. Και ο λόγος κατά κάποιο τρόπο διατηρεί κάτι από την υποκειμενικότητά μας, μας επιτρέπει να πούμε «εγώ», να πούμε – «εγώ σκέφτομαι», «εγώ λέω». Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο μία από τις βασικές λειτουργίες της ψυχανάλυσης είναι να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στον ίδιο μας το λόγο.

Περί αγάπης κι εργασίας

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Ψυχογραφήματα" http://psychografimata.com/

«Ψυχικά υγιής, είναι ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί να αγαπά και να εργάζεται». Αυτή ήταν η απάντηση του «πατέρα» της ψυχαναλυτικής θεωρίας, Ζίγκμουντ Φρόυντ, όταν του ζητήθηκε να δώσει το δικό του ορισμό για το τι εστί «ψυχικά υγιής άνθρωπος».
Για κάποιον που δεν γνωρίζει την ψυχαναλυτική θεωρία, ακούγοντας αυτό τον ορισμό, θα μπορούσε να απογοητευτεί από την απλότητα του λόγου του μεγάλου αυτού διανοητή. Είναι όμως τόσο απλό, όσο ακούγεται;
Το να μπορεί κάποιος να αγαπά και να εργάζεται, σημαίνει να μπορεί να προσφέρει, να προσφέρει όπως στους άλλους, έτσι και στον ίδιο του τον εαυτό. Να εργάζεται γι’ αυτά που αγαπά, και ν’ αγαπά το αντικείμενο της εργασίας του, αυτή είναι η συνταγή της «φροϋδικής υγείας», μιας υγείας η οποία υπερβαίνει τα όρια της φυσικής μας υπόστασης και μας ωθεί προς την προσωπική πραγμάτωση, μέσα σ’ ένα σύνολο επιθυμούντων υποκειμένων.
Πολλές φορές με ρωτάνε, «εγώ τι προσφέρω στην κοινωνία, όταν το μόνο που κάνω είναι να ικανοποιώ τις δικές μου ανάγκες, βολεμένος στα δεδομένα της ευημερίας μου, ενώ κάποιοι άλλοι πεθαίνουν απ’ την πείνα;». Αυτός ο τρόπος σκέψης, όχι πως είναι εξ’ ορισμού λάθος, αλλά θα μπορούσε να πηγάζει από ένα ενοχικό συναίσθημα, καρπός ενός ακόρεστου «υπερ-εγώ». Το υπερ-εγώ έχει τόσες απαιτήσεις, όσα είναι και τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας – στη θέση μιας ικανοποιημένης απαίτησης, εμφανίζεται μια άλλη. Είναι αυτό που μας κλείνει μέσα σε μια ασφυκτική, δυαδική σχέση με κάποιον «Άλλο», ο οποίος έχει την ευελιξία να μετατοπίζει και μετατρέπει τις απαιτήσεις του, όπως τις αντικατοπτρικές μας εικόνες, μέσα σ’ ένα δωμάτιο με καθρέπτες. Ο «Άλλος» είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, αλλά την ίδια στιγμή και κάποιος άλλος. Η διαίσθησή μας για την παρουσία του επιβεβαιώνει την δική μας ύπαρξη. «Υπάρχεις, άρα υπάρχω» θα μπορούσε να μας πει ο Λακάν, και θα συνέχιζε, «παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν θα μπορούσα να μάθω για την ύπαρξή Σου, παρά μόνο μέσω ενός «Τρίτου», του οποίου η παρουσία, σηματοδοτεί την λησμονιά μου για την δική Σου απουσία».
Είναι αυτή η δυαδική σχέση μεταξύ εμού και του (απόντος) υπόλοιπου κόσμου, που με κάνει να αισθάνομαι συνεχώς υπόχρεος να τον επαναφέρω απ’ την αφάνεια. Κι είναι η παρεμβολή των (παρόντων) άλλων, που μου λένε «στάσου λίγο, υπάρχουμε κι εμείς, μην παίρνεις όλο το βάρος στις πλάτες σου».
Στη θέση του ερωτήματος «τι προσφέρω στην κοινωνία;», θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλουμε ένα άλλο ερώτημα, «τι δεν προσφέρω;». Τι θέλει από μένα η κοινωνία, που αρνούμαι να της το δώσω; Είναι πράγματι τόσο σημαντική η ύπαρξη μου για την επιβίωσή της, ή απλά αισθάνομαι ένα ακατάπαυστο χρέος, συνεχώς να ικανοποιώ τα δικά της «πρέπει»; Ο Λακάν έλεγε, «το μόνο πραγματικό αμάρτημα είναι το να πράττω κάτι κατά της επιθυμίας μου». Επιθυμία, η οποία κρύβει μέσα της μία «λησμονημένη θύμηση» (την α-λήθεια) , την απουσία του «Άλλου», αυτή την έλλειψη, για την οποία ποτέ μου δεν θα υποπτευόμουν, αν δεν ήταν κάποιος «Τρίτος» να μου την υποδηλώνει. Είναι η έλλειψη όμως, που τροφοδοτεί τη ζωτικότητα της επιθυμίας μου να συνεχίσω να ζω, παρά «την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μου». Στο τέλος του ομώνυμου βιβλίου του, ο Μίλαν Κούντερα γράφει, «Και η αίσθηση για παράξενη χαρά κι ακατανόητη λύπη ήταν η ίδια όπως τότε. Η λύπη έλεγε ¨βρισκόμαστε στον τελευταίο σταθμό¨, ενώ η χαρά έλεγε ¨είμαστε ακόμη μαζί¨. Η λύπη ήταν το πλαίσιο της ύπαρξής μας, ενώ η χαρά – το περιεχόμενο. Η χαρά γέμιζε το χώρο της λύπης».
Τα όρια της ύπαρξής μας είναι πάντοτε τα ίδια – ο αποχωρισμός με κάποιον, με κάτι ή και με τον ίδιό μας τον εαυτό. Το περιεχόμενο όμως, είναι αυτό που συνοδεύει αυτό τον αποχωρισμό – αυτά που ζήσαμε, αυτά που ζούμε κι αυτά που δεν ζήσαμε ποτέ, αλλά θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
Δεν είναι αυτή η πιθανότητα του «μπορεί», που μας ωθεί στο να ζούμε, αυτά που θα μπορούσαμε να ζήσουμε; Είναι εκείνη η επιθυμία, η οποία μας δίνει το κουράγιο να συνεχίσουμε ν΄ αγαπάμε και να εργάζομαστε, γι΄ αυτά που ζούμε και γι’ αυτά που θα θέλαμε να ζήσουμε.
Η αγάπη και η εργασία είναι α-ληθινές, όταν ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία της επι-θυμίας τους. Όπως τους παππούδες μας, που συνήθιζαν να μας λένε, «εμείς μάθαμε να ζούμε με αξιοπρέπεια, σίγουροι στις αποφάσεις μας, χωρίς φόβους και δισταγμούς, διότι μεγαλώσαμε μέσα στην έλλειψη και τον πόθο για μια καλύτερη ζωή».

Βιβλιογραφία:
Βανιέ, Αλ., Όσο πιο απλά γίνεται, μτφ. Γ. Οικονόμου, εκδ.1η, Κέδρος, Αθήνα 2001.
Κούντερα, Μ., Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, μετ. Κατερίνα Δασκαλάκη εκδ. «Το Βήμα», 1983
Φρόυντ, Σ., Αυτοβιογραφία, μτφ. Λ. Αναγνώστου, Επίκουρος, Αθήνα 1991.

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Ψυχογραφήματα" http://psychografimata.com/

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…

κα Λόγος ν πρς τν Θεόν, κα Θες ν Λόγος. Οτος ν ν ρχ πρς τν Θεόν. πάντα δι’ ατο γένετο, κα χωρς ατο γένετο οδ ν γέγονεν. ν ατ ζω ν, κα ζω ν τ φς τν νθρώπων. κα τ φς ν τ σκοτί φαίνει, κα σκοτία ατ ο κατέλαβεν (Ιωάν. Α, 1-6) .
Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εξισώνει σε τέτοιο βαθμό την ουσία του Λόγου και του Θεού, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαχωρίσει αυτά τα δύο σε δύο ξεχωριστές οντότητες. Ακριβώς γι’αυτό τον λόγο όμως, μέσω αυτής της ερμηνείας που μας προτείνει ο συγγραφέας του τέταρτου ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης, μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε κάποια υπόθεση για το τι θα μπορούσε να είναι ο Θεός.
Ο Θεός, λέει, είναι Λόγος και αντίστροφα. Είναι ο Λόγος της ύπαρξής μας. Τι είναι Λόγος; Ο Λόγος είναι νούς, νόημα, ουσία, αιτία, (αποκαλυπτική) ομιλία. Είναι το αντίθετο του «κενού λόγου», είναι η «γλώσσα» του ασυνειδήτου, η οποία σηματοδοτεί, νοηματοδοτεί και συμβολοποιεί την κάθε μας πράξη. Ο Θεός ως σύμβολο του Νόμου και ο Λόγος ως δίκτυο σημαινώντων σημείων. Το σύμβολο από μόνο του, χωρίς την ύπαρξη της γλώσσας, θα ήταν κούφιο, θα ήταν απλά ένα Πραγματικό σημείο. Η λέξη από μόνη της, χωρίς την ύπαρξη κάποιου σημαινόμενου, θα ήταν απλά ένας νεολογισμός. Θυμάμαι κάποτε ένα τρίχρονο κοριτσάκι, το οποίο κράταγε στα χέρια της μία φωτογραφία και ζητούσε επίμονα από τη μητέρα της να της απαριθμήσει τα ονόματα των ανθρώπων που απεικονίζονταν σ΄αυτήν, αλλά η μητέρα της, για κάποιο λόγο, της αρνήθηκε. Τότε το κοριτσάκι της είπε: «Σε παρακαλώ μαμά, ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ τίποτα». «- Θεία, μίλα μου: φοβάμαι στο σκοτάδι. – Τι ώφελος θα έχεις απ΄ αυτό, αφού έτσι κι αλλιώς δεν βλέπεις. – Δεν έχει σημασία. Όταν κάποιος μιλά, φωτίζονται τα πάντα»¹ . « χων τα κούειν κουέτω».
Ο άνθρωπος, όπως κάθε άλλος ζωντανός οργανισμός, είναι πεπερασμένο όν. Παρ’ όλα αυτά, μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει για την ύπαρξή του, όπως επίσης και για την τετελεσμένη της φύση μέσα στην τροχιά ενός αδιάφορου σύμπαντος. Πως θα μπορούσαμε να αντέξουμε αυτή την Πραγματική πτυχή της Ύπαρξης, αν δεν είχαμε σαν όπλο μας μια ατέρμονη αλυσίδα σημαινώντων, προϋπόθεση της οποίας είναι η εγγραφή του υποκειμένου μέσα στο Συμβολικό. Πέραν του Συμβολικού υπάρχει μόνο το χάος και ο Πραγματικός θάνατος. Δεν ήταν τυχαίο που ο Λακάν χρησιμοποίησε τον όρο «Πραγματικό» για να ορίσει το άρρητο, το ακαθόριστο, εκείνο που δεν υπόκειτε σε σημαίνουσα οριοθέτηση. Το Πραγματικό δεν έχει ταυτότητα, είναι ένα άγνωστο απόσπασμα της πραγματικότητας, το οποίο εισβάλλει και τρομοκρατεί.
Για να δομηθεί το ασυνείδητο σαν γλώσσα, η οποία με τη σειρά της θα μετουσιώσει το υποκείμενο σε συμβολική οντότητα, πρέπει πρώτα το ίδιο το υποκείμενο να σηματοδοτηθεί από το Όνομα-του-Πατέρα. Εδώ δεν γίνεται λόγος για τον βιολογικό πατέρα, αλλά για τον συμβολικό Πατέρα, του οποίου η επιθυμία Φωτίζει τον δρόμο της επιθυμίας του υποκειμένου. Ο Χριστός σταυρώθηκε, αυτή ήταν η επιθυμία του Πατέρα του. Μόνο με τον «θάνατο» και την «ανάστασή» του θα μπορούσε να περάσει στη σφαίρα του Συμβολικού. Το Συμβολικό είναι το διαιωνιζόμενο συνεχές του ανθρώπινου πολιτισμού μεσα στα ιστορικά του πλαίσια. Είναι ο κοινος ιστορικός χώρος, μέσα στον οποίο εγγράφεται η προσωπική ιστορία του κάθε ατόμου, πλασιωμένη μέσα σε προκαθορισμένα γλωσσικά όρια.  Θυμάμαι κάποια ιστορία που μου είχε διηγηθεί ένας φίλος, για την πρώτη του μέρα στο στρατό, όπου στην αναφορά του τάγματος ο Διοικητής τούς είπε τα εξής λόγια: «Από σήμερα και για τα επόμενα δύο χρόνια, γονείς σας θα είμαστε εμείς. Και πιστέψτε με, εμάς δεν μας νοιάζει αν πεινάτε, διψάτε ή είστε κουρασμένοι. Αυτό που μας νοιάζει είναι να εκτελέσετε το χρέος σας προς την πατρίδα. Γι΄αυτό καλό θα είναι να ξεχάσετε τους γονείς σας όσο βρίσκεστε εδώ». Είναι αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο διέπει τη ζωή όλων μας και, στο οποίο είμαστε υπόχρεοι να υποταχτούμε, αν θέλουμε να εξανθρωπιστούμε.
« φιλν πατέρα μητέρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα φιλν υἱὸν θυγατέρα πρ μ οκ στι μου ξιος» (Ματθ. Κ, 37) .  Ο Χριστός ήταν απ΄τους Δασκάλους που κρατούσαν τον Λόγο τους: «τι δ ατο λαλοντος τος χλοις δο μήτηρ κα ο δελφο ατο εστήκεισαν ξω, ζητοντες λαλσαι ατ. επε δέ τις ατ· δο μήτηρ σου κα ο δελφοί σου στήκασιν ξω ζητοντές σε δεν. δ ποκριθες επε τ λέγοντι ατ· τίς στιν μήτηρ μου κα τίνες εσν ο δελφοί μου; κα κτείνας τν χερα ατο π τος μαθητς ατο φη· δο μήτηρ μου κα ο δελφοί μου· στις γρ ν ποιήσ τ θέλημα το πατρός μου το ν ορανος, ατός μου δελφός κα δελφ κα μήτηρ στίν.» (Ματθ. Μ, 46-50) .
Αν το DNA είναι ο ακρογωνιαίος λήθος της φύσης, τότε ο Λόγος είναι ο ακρογωνιαίος λήθος του πολιτισμού. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μετα-φυσική, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η Ύπαρξη είναι σαν τον βάλτο, κι ο Λόγος το καλάμι μέσα από το οποίο αναπνέουμε. Ο άνθρωπος μόνο υποθέσεις θα μπορούσε να κάνει για το τι υπάρχει μέσα ή πέραν του περιβάλλοντα χώρου του, όπως ο Πλατωνικός «άνθρωπος των σπηλαίων». Ο μόνος τρόπος για να «αναστηθούμε» είναι να αποκοπούμε από την επιθυμία του Άλλου, να σταματήσουμε να ζούμε κάτω από την «σκιά» Tου και, να δώσουμε φωνή στο Λόγο του ασυνειδήτου μας. «Εκεί που είναι το Αυτό πρέπει να έρθω εγώ»2.

Βιβλιογραφία:
Καινή Διαθήκη
Λακάν Ζακ , «Τα ονόματα του Πατρός», ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2009
Φρόιντ Σίγκμουντ , «Το Εγώ και το Αυτό», ΠΛΕΘΡΟΝ, 2008
Φρόιντ Σίγκμουντ , «Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας», PRINTA, 2008
Chemama Roland, Dictionnaire de la psychoanalyse, Larouse S.A., 1993